Στην ανοιχτή ρινοπλαστική, το χαρακτηριστικό είναι ότι οι τομές, που γίνονται, επιτρέπουν τη μεγαλύτερη έκθεση του σκελετού της μύτης και καλύτερη ορατότητα κατά τη διάρκεια της επέμβασης.
Οι τομές αυτές γίνονται μέσα στα ρουθούνια, στο κατώτερο μέρος τους, καθώς και στο σημείο της στυλίδας, δηλαδή στο σημείο εκείνο που ενώνονται τα δύο ρουθούνια. Στη στυλίδα, μάλιστα, οι τομές είναι εξωτερικές.
Θα σκεφτόταν ίσως κάποιος ότι, εφόσον υπάρχουν εξωτερικές τομές, ίσως αυτές να καταλήξουν σε εμφανή σημάδια. Η αλήθεια είναι όμως ότι το σημείο αυτό επουλώνεται τόσο καλά, που οι τομές αυτές είναι από δυσδιάκριτες έως αόρατες.
Επομένως, η τομή στη στυλίδα δεν αποτελεί πρόβλημα.
Πολλοί γιατροί προτιμούν την ανοιχτή ρινοπλαστική, διότι δίνει μία καλύτερη ορατότητα στο εσωτερικό της μύτης, καθώς και καλύτερη δυνατότητα χειρισμών. Το αποτέλεσμα συνήθως είναι πιο προβλέψιμο σε σχέση με την κλειστή ρινοπλαστική.
Στη διορθωτική ρινοπλαστική μάλιστα, η συντριπτική πλειονότητα των πλαστικών χειρουργών, επιλέγει την ανοιχτή ρινοπλαστική. Αυτό το κάνουν, διότι στη διορθωτική ρινοπλαστική, ο σκελετός της μύτης έχει αλλάξει και επομένως χρειάζεται πολύ καλύτερη ορατότητα για να αντιληφθεί ο γιατρός τι ακριβώς γίνεται.
Επίσης, στη διορθωτική ρινοπλαστική συνήθως χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν μοσχεύματα, πράγμα το οποίο είναι πολύ πιο εύκολο και ακριβές όταν ο γιατρός έχει καλή ορατότητα.
Τα μειονεκτήματα της ανοιχτής ρινοπλαστικής είναι ότι χρειάζονται περισσότεροι χειρισμοί και αποκολλήσεις στη μύτη, καθώς και ότι η στήριξη της μύτης είναι μειωμένη σε σχέση με την κλειστή ρινοπλαστική. Αυτό το μειονέκτημα όμως μπορεί ο πλαστικός χειρουργός να το ακυρώσει με την τοποθέτηση μοσχευμάτων.
Τα μοσχεύματα είναι τμήματα χόνδρου, που παίρνει κανείς από την ίδια τη μύτη, και τα οποία τα χρησιμοποιεί προκειμένου να διαμορφώσει το σκελετό της μύτης.
Ενώ παλαιότερα η ανοιχτή ρινοπλαστική χρησιμοποιείτο πολύ λίγο, με το πέρασμα των χρόνων η χρήση της αυξάνεται όλο και περισσότερο.